- λακτίσαι
- λακτίζωkick with the heelaor inf actλακτίσαῑ , λακτίζωkick with the heelaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάζω — (I) λάζω (Α) (αχαϊκός τ. αντί λάζομαι) λαμβάνω, παίρνω, αρπάζω. (II) λάζω (Α) 1. χτυπώ με το πόδι, λακτίζω, κλοτσώ 2. (κατά τον Ησύχ.) «λάζειν ἐξυβρίζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λάξαι (= λακτίσαι, κατά τον Ησύχ.) < θ. λαξ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
λάξαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λακτίσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαξ (πρβλ. λαξ). Ο τ. συνδέεται με το λακτίζω] … Dictionary of Greek
λαχμός — (I) λαχμός, ὁ (Μ) μερίδιο, κλήρος, λαχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ (πρβλ. ἔ λαχ ον, αόρ. τού λαγχάνω) + κατάλ. μός (πρβλ. θεσ μός, χρησ μός)]. (II) λαχμός, ὁ (Α) λακτισμός, κλότσημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάξαι (= λακτίσαι, κατά τον Ησύχ.) < θ. λαξ (βλ.… … Dictionary of Greek